Το κάστρο βρίσκεται κοντά στο χωριό Άγιος Νικόλαος, σε απόσταση 11 χλμ. από την Άρνα, ~ 30’ με το αυτοκίνητο.
Τοποθεσία & Στρατηγική Σημασία
Το κάστρο είναι χτισμένο βόρεια από το Γύθειο, στην ενδοχώρα, σε περιοχή που πήρε το όνομά της από το κάστρο και λέγεται Μπαρδούνια ή Βαρδούνια (και τα χωριά της, «Μπαρδουνοχώρια»). Η στρατηγική σημασία της τοποθεσίας έγκειται στο γεγονός ότι συνορεύει με τη Μάνη. Οι Οθωμανοί χρειάζονταν το κάστρο στην προσπάθειά τους να περιορίσουν τους ανυπότακτους Μανιάτες. Για τον ίδιο λόγο έφεραν εδώ τουρκικό πληθυσμό και Αλβανούς. Το φυσικό σύνορο με τη Μάνη είναι ο γνωστός από την αρχαιότητα ποταμός Σμήνος, στην όχθη του οποίου είναι χτισμένο το κάστρο. Το ποτάμι λέγεται και ποτάμι της Αγίας Μαρίνας ή ποτάμι της Άρνας ή Μπαρδουνοπόταμος.
Το Όνομα του Κάστρου
Η λέξη «Βαρδούνια» πιθανόν να προέρχεται από παραφθορά της λέξης Villeharduine (δηλ. «Βιλεαρδουίνος», το όνομα των ηγετών του Πριγκιπάτου της Αχαΐας). Αυτή η εκδοχή είναι λίγο εξεζητημένη και επιπλέον αυτό θα σήμαινε ότι το κάστρο είναι φράγκικο –που μάλλον δεν είναι. Θεωρείται πιθανότερο η ρίζα της να είναι η ενετική λέξη “bardia” από την ιταλική “guardia”. Βardia σημαίνει «φύλαξη» ή «φρουρά». Εξάλλου έτσι προέκυψαν και οι διάφορες ενετικές βαρδιόλες σε άλλα σημεία της Ελλάδας.
Οι Ενετοί το κάστρο το έλεγαν Bardugna Castello, όπως προκύπτει από κατάλογο του 1618. Φαίνεται ότι από τότε η ονομασία έμεινε στο κάστρο και στην ευρύτερη περιοχή.
Ιστορία
Δεν υπάρχουν αναφορές από μεσαιωνικές πηγές για το κάστρο. Μπορούμε να συμπεράνουμε κάποια στοιχεία από την ιστορία του βασιζόμενοι εν μέρει στην αφήγηση του Εβλιγιά Τσελεμπή και στις αρχιτεκτονικές και οικοδομικές ενδείξεις μέσα στο κάστρο.
Ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή στο οδοιπορικό του στην Ελλάδα το 1668-1671 επισκέφτηκε το κάστρο και μας πληροφορεί ότι το κυρίευσε α Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής όταν κατέλυσε το Δεσποτάτο του Μορέως το 1460.
Άρα το κάστρο προϋπήρχε της τουρκικής κατάκτησης, αν μπορούμε να βασιστούμε στον Τσελεμπή (που δεν είναι πάντα αξιόπιστος).
Το κάστρο έγινε αντικείμενο μιας αξιόλογης ιστορικογεωγραφικής μονογραφίας από τον Dr. Peter Burridge, ο οποίος παρατηρεί: «...διαφαίνεται από τις αρχιτεκτονικές ενδείξεις ότι η προέλευση του κάστρου πηγαίνει πίσω στα Βυζαντινά η Φράγκικα χρόνια. Το κάστρο αναμφίβολα βρισκόταν σε χρήση για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τα σωζόμενα ερείπια εμφανώς αντιπροσωπεύουν ένα συνονθύλευμα αλλαγών και προσθηκών στο αρχικό κτίσμα, τέτοιο που μόνο καθαρισμός του χώρου και ανασκαφή μπορούν να ξεδιαλύνουν».
Τα αρχιτεκτονικά στοιχεία και οι λιγοστές μαρτυρίες σκιαγραφούν την ιστορία του κάστρου ως εξής:
Το κάστρο ήταν αρχικά βυζαντινό και χτίσθηκε τον 9ο ή 10ο αιώνα. Ανήκε σε ένα δίκτυο οχυρών τα οποία κατασκεύασαν τότε οι Βυζαντινοί μέσα στις σκλαβηνίες, δηλαδή τους σλαβικούς θύλακες που είχαν σχηματιστεί στην Ελλάδα από τον 7ο αιώνα και που από τον 9ο αιώνα και τον καιρό του αυτοκράτορα Νικηφόρου Α’ Λογοθέτη (802-811) οι Βυζαντινοί είχαν ξεκινήσει μια προσπάθεια για να θέσουν υπό τον έλεγχό τους.
Επί φραγκοκρατίας, μετά το 1204, το κάστρο πέρασε στην κατοχή των Φράγκων και στο τέλος του 13ου αιώνα (μάλλον το 1296) περιήλθε στη δικαιοδοσία των Βυζαντινών του Δεσποτάτου του Μοριά.
Όταν οι Τούρκοι πήραν όλα τα κάστρα του Μοριά το 1460, πήραν και το κάστρο της Μπαρδούνιας. Δεν το κράτησαν όμως για πολύ.
Για ένα διάστημα κατά τον Α’ Βενετοτουρκικό πόλεμο (1463-1479), το κάστρο ήταν υπό ενετικό έλεγχο.
Το κάστρο υπήρξε οι οικογενειακός πύργος της οικογένειας Κλαδά. Δεν αποκλείεται να είναι αυτό το κάστρο που σύμφωνα με το Χρονικόν του Μωρέως, κάποιος Κλαδάς είχε καταλάβει για λογαριασμό των Βυζαντινών το 1296. Το βέβαιο είναι ότι σύμφωνα με επιστολή του Ενετού Provveditor του Μοριά, Jacomo Barbarigo, το 1480 το κάστρο το κρατούσαν οι γενναίοι σύμμαχοι της Βενετίας Μανώλης και Κροκόδειλος Κλαδάς.
Ο Κροκόδειλος Κλαδάς εξελίχθηκε σε ηγέτη μιας από τις πιο σημαντικές εξεγέρσεις των Ελλήνων στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ο οποίος συνέχισε τον αγώνα, και μετά τη συνθηκολόγηση της Βενετίας το 1478, απελευθερώνοντας περιοχές σε όλη την Ελλάδα μέχρι τη Βόρειο Ήπειρο. Τελικά ηττήθηκε και αιχμαλωτίσθηκε από τους Τούρκους οι οποίοι τον θανάτωσαν «δια κατακερματισμού» το 1490. Τότε το κάστρο πέρασε στους Τούρκους.
Οι Ενετοί επέστρεψαν κατά τη Β’ Ενετοκρατία (1685-1715). Είναι γνωστό ότι τότε η Βαρδούνια αποτέλεσε θέμα της επαρχίας Λακωνίας του Regno della Morea (Βασιλείου του Μοριά) και το κάστρο υπήρξε σημαντικό στρατιωτικό κέντρο για τους Ενετούς. Την περίοδο εκείνη προστέθηκαν στοιχεία όπως ο πύργος του κάστρου, διάφορες αποθήκες, κανόνια κλπ.
Με την ανακατάληψη της Πελοποννήσου από τους Τούρκους το 1715, ο Μεγάλος Βεζύρης Δαμάδ Αγάς Κιουμουρτζής, εγκατέστησε στα Μπαρδουνοχώρια που βρίσκονται ανατολικά του Μπαρδουνοπόταμου μια φάρα Αλβανών για να τους χρησιμοποιήσει εναντίον των Μανιατών. Οι Αλβανοί αυτοί προκάλεσαν μεγάλα προβλήματα, και μέχρι την οριστική τους εκδίωξη το 1821 (οπότε κατέφυγαν στην Τριπολιτσά) ήρθαν πολλές φορές σε σύγκρουση τόσο με με τους Μανιάτες, όσο και με τους Τούρκους.
Η παρουσία της φάρας για σχεδόν 100 χρόνια και οι συνεχείς εχθροπραξίες προκάλεσαν τη βαθμιαία υποβάθμιση της περιοχής και του κάστρου της.
Μετά την αποχώρηση από την περιοχή των Τούρκων στις αρχές της Ελληνικής Επανάστασης, το κάστρο χρησιμοποιήθηκε για τελευταία φορά από τους Έλληνες στα 1825 για άμυνα εναντίον του Ιμπραήμ που επιχείρησε να εισβάλει στη Μάνη.
Η κατοίκηση του οικισμού συνεχίστηκε και τα νεώτερα χρόνια. Κάποια από τα σπίτια κατοικούνταν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970 (βλ. σχόλια).
Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία
Η θέση πάνω στην οποία έχει κτιστεί το κάστρο περιβάλλεται από απότομους βράχους στις τρεις πλευρές.
Καλύπτει έκταση περίπου 17 στρέμματα με περίμετρο τειχών περί τα 500 μέτρα. Η πρόσβαση στο κάστρο γίνεται από τα ανατολικά, όπου μετά από μια απότομη ανηφόρα, ο επισκέπτης φτάνει σε μία απλή τοξωτή είσοδο. Στα βόρεια της πύλης βρίσκεται ένας τρίπλευρος χαμηλός πύργος το ανώτερο τμήμα του οποίου αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη.
Στο συγκρότημα κυριαρχεί ένας τετράγωνος ακρόπυργος, με επάλξεις που περιστοιχίζεται από τρία κτίσματα.
Κάτω από τον κεντρικό πύργο, και προς τα ανατολικά, διακρίνονται ίχνη μιας ακόμη φυλασσόμενης εισόδου.
Στο εσωτερικό υπάρχουν ερείπια πολλών κτισμάτων από την τουρκοκρατία σε πυκνή δόμηση. Η μορφή των οχυρώσεων δείχνει ότι έχουν υποστεί σοβαρές τροποποιήσεις κατά τη Β’ Ενετοκρατία.
Το κάστρο δεν έχει ερευνηθεί ποτέ συστηματικά.
Το Κάστρο στην Τέχνη και στο Λόγο
Από τη διήγηση του Εβλιγιά Τσελεμπή για το κάστρο:
Είναι ένας μικρός καζάς με βαθμό εκατόν πενήντα άσπρα, καθώς και βοεβοδαλίκι που ανήκει στο σαντζάκι του Μυστρά. Κατακτήθηκε από τον Μεχμέτ τον Πορθητή. Δεν έχει κετχουντά ούτε σερντάρη, αλλά υπάρχει φρούραρχος και εκατόν δέκα τέσσερις φρουροί. Είναι τετράγωνο, χτισμένο σ' ένα στραβό άσπρο βράχο στις πλαγιές των βουνών της Μάνης. Στα βόρεια και στην κατεύθυνση της κίμπλε δεν υπάρχει τείχος, γιατί είναι γκρεμός. Ζαλίζεσαι αν κοιτάξεις προς τα κάτω. Στα δυτικά υπάρχει μια μικρή πύλη, απ' όπου μόλις χωρά ένα άλογο.
Από τις δυο μεριές της πύλης υψώνονται ψηλοί και γεροί πύργοι. Τα σπίτια του κάστρου είναι μικρά και δεν έχουν αυλές. Τα δρομάκια είναι στενά κι οι γάιδαροι μεταφέρουν τα φορτία τους με δυσκολία. Όλα τα σπίτια είναι κεραμοσκέπαστα και βλέπουν προς τη Μέκκα. Στα γύρω βουνά τρέχουν παγωμένα νερά μέσα στ' αμπέλια και τα μποστάνια. Στο εσωτερικό του κάστρου δεν υπάρχει ούτε χάνι, ούτε χαμάμ, μαγαζί, μεντρεσές και σχολείο.
Μόνο το μικρό τζαμί του Σουλτάνου Μεχμέτ Χαν και το μεστζίτι στην πύλη. Ο,τι χρειάζεται το κάστρο το παίρνει από το Μυστρά. Οι άνθρωποί του είναι γενναίοι. Κάθε τόσο τα βάζουν με τους άπιστους της Μάνης. Από το φόβο αυτών δεν υπάρχουν σπίτια έξω από το κάστρο. Μονάχα μερικά αγροτόσπιτα μια και ο κάμπος είναι εύφορος. Κάτω από το κάστρο περνά ο ποταμός Αρνας, που χύνεται στη Μεσόγειο...